- μαρμαρογλυφείο
- τοτο εργαστήριο τού μαρμαρογλύπτη, το μαρμαράδικο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαρογλύφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαρμαρογλυφείο — το το εργαστήρι του μαρμαρά, του μαρμαρογλύπτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαρμαράδικο — το [μαρμαράς] 1. το εργαστήριο τού μαρμαρά, όπου γίνεται η κατεργασία τών μαρμάρων, μαρμαρογλυφείο, μαρμαρουργείο 2. κατάστημα ή πρατήριο ή μάντρα όπου πωλούνται μάρμαρα … Dictionary of Greek
μαρμαρουργείο — το [μαρμαρουργός] το εργαστήριο τού μαρμαρογλύπτη, μαρμαράδικο, μαρμαρογλυφείο … Dictionary of Greek
Ιακωβίδης, Γεώργιος — (Λέσβος 1853 – 1932). Ζωγράφος. Η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα αναδείχθηκε από την παιδική του ηλικία. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1870 77), όπου διδάχθηκε ζωγραφική από τον Βικέντιο Λάντσα και τον Νικηφόρο… … Dictionary of Greek